- τυφλίτιδα
- η, Νιατρ. φλεγμονή τού τυφλού εντέρου, που συνοδεύει κατά κανόνα τη σκωληκοειδίτιδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. typhlite (< τυφλό[ς] + -ίτιδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυφλεντερίτιδα — η, Ν ιατρ. τυφλίτιδα … Dictionary of Greek